Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

Ποιητής του κανενός ποιήματος

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΚΚΙΝΑΚΟΥ

Το καλοκαίρι μένουν άναυδοι οι χείμαρροι
κι αυτό το πριονίδι του καιρού
με την παράξενη οσμή, τα δευτερόλεπτα
σιγά-σιγά σαπίζει
Ν.Καρούζος
(Μια δοξασία και η ζωή ολάκερη νομίζω)


Μόνος του καθόταν και απολάμβανε το ποτό του. Μόνος του με την μοναξιά του, στο γνωστό μπαρ της Σαρπηδόνος.
Εσωτερικός, αμίλητος, τεφρώδης, κεντρομόλος, περίφροντις για τα ουσιώδη, άφροντις για τα συμβαίνοντα δίπλα του, γύρω του. Μόνο με τα μέσα του πάλευε. Η παρέα δίπλα μεγάλωνε και κάθε τόσο χρειαζόταν καρέκλα που την προμηθευόταν απ’ το τραπέζι του φίλου μας. Ο μπάρμαν στην είσοδο του μπαρ παρακολουθεί. Σε κάποια στιγμή και ενώ είχε μείνει ακόμα μια καρέκλα στο φίλο μας, πλησιάζει μια κοπέλα και τον ρωτά αν μπορεί να πάρει την άδεια καρέκλα. Σαν κρότοι έβγαιναν απ’ τα στήθια της οι υλακές της νιότης. Ο φίλος την κοιτά αμήχανα, έτσι που να μην μπορεί κανείς να διακρίνει το ναι από το όχι, με ένα βλέμμα απορίας, κατανόησης, αμηχανίας. Την προλαβαίνει ο μπάρμαν με την τελευταία καρέκλα στα χέρια και της λέει ότι δεν επιτρέπεται να πάρει την καρέκλα. Ο φίλος μας παρακολουθεί αδιάφορα, αμέριμνα, νωχελικός και υπερόπτης. Η κοπέλα με θράσος αντιλέγει. Μα αφού η καρέκλα είναι κενή. Νομίζεις, της απαντά. Εδώ κάθεται η σφίζουσα σιωπή. Το μπαρ καλή μου είναι πεντακοσίων ετών. Δεν πουλάει ποτά. Αυτά είναι για την καθημερινότητα, τις συναλλαγές. Την εφορία. Εδώ προστατεύομε τους θαμώνες από τους φωνασκούς να μην τους σπάνε τα κρύσταλλα της αιωνιότητος. Εδώ οι άνθρωποι συνομιλούν με τα αντικείμενα, τους τοίχους. Εδώ μιλούν τα γάργαρα σώψυχα χωρίς λέξεις. Εδώ μεριμνούμε να δουν οι πελάτες μας το ηλιοβασίλεμα χωρίς κτητικότητα, χωρίς λαιμαργία. Μα, δεν φαίνεται από δώ τα ηλιοβασίλεμα! Μα, πώς απολαμβάνεις το ηλιοβασίλεμα; Με τα μάτια; Ποτέ σου δεν πρόκειται να καταλάβεις.
Η νεαρή κοπέλα έμεινε άφωνη, μετέωρη, σκεφτική. Ήταν φοιτήτρια της αρχιτεκτονικής. Ακριβώς μέσα στο θέμα μας. Γιατί εδώ, συνεχίζει ο μπάρμαν, την αισθητική προστατεύομε. Ο μοναχικός φίλος με την άδεια καρέκλα δίπλα του, στην θέση της, συνομιλούσε με τα ένδο, με τα μύχια, με τα ανεπίγνωτα. Με αδιατάραχτη κοπή άνοιγε τρύπες στον ουράνιο θόλο, μην διαταράξει την συμπαντική αρμονία. Ούτε η κουβέντα που αναστάτωσε την παρέα και έγινε θέμα και περιέτρεξε και τα διπλανά τραπέζια τον απασχόλησε, ούτε το κέρασμα του μπάρμαν τοθ ποιητή του κανενός ποιήματος τον συγκίνησε, τον αναπόσπαστο. Μόνο τους θορύβους απ’ την φωτιά που πήραν οι κέδροι πέρα μακριά στη δύση απ’ το ηλιοβασίλεμα άκουγε… Μόνο τα μη των κοριτσιών στην ορμή των ανένδοτων αρσενικών να βγουν στα εμπειρίκεια μπαλκόνια αισθανόταν πέρα μακριά στο κεδρόδασος…
Μια ψελλιστική φωνή, υγρή απ’ το αλκοόλ ακούγεται να λέει με υποβρύχιες λέξεις, στη νεαρή φοιτήτρια. Μην ζητιανεύεις το κάτι, διεκδίκησε τα τίποτα, το τίποτα, δηλαδή το παν. Και τα μπλε της μάτια, άγριες θάλασσες, βούρκωσαν…
(Από τα Χανιώτικα νέα - 6/6/2012)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου