Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

Φθινοπωρινά

Του ΑΝΕΣΤΗ ΚΑΖΑΖΗ
anestiskazazis@hotmail.com

«Το φθινόπωρο βαθαίνει. Επιπλέει ακόμα ο διπλανός μου»
Ματσούο Μπασό, Ιάπωνας ποιητής, 1644 - 1694


«Φθινόπωρο είναι όταν τα σύννεφα διστάζουν στον ορίζοντα. Όταν το άγγιγμα της καρέκλας στο μπαλκόνι παύει να είναι φιλικό. Όταν ο ήχος των τζιτζικιών, από θόρυβος αορίστου χρόνου γίνεται υπόκρουση μερικής απασχόλησης. Όταν τα μεσημέρια συντηρούν στεγνά τα πουκάμισα. Όταν τα ξημερώματα σηκώνεσαι στα τυφλά να κλείσεις το παράθυρο. Όταν με ρωτάς το πρωί, γιατί πρέπει να πας πάλι στο σχολείο».
Αυτά έλεγα στην μικρή, θέλοντας να δώσω τον ορισμό του φθινοπώρου. Κι εκείνη με κοιτούσε απορροφημένη στις περιγραφές μου ή πιθανά αφημένη στην γλυκιά γεύση του απογευματινού παγωτού. Αν χρησιμοποιείς τις λέξεις που πραγματικά αγαπάς μιλώντας στα παιδιά, τότε εκείνα σε καταλαβαίνουν. Με τον τρόπο τους. Όταν κάνεις το ίδιο με τους μεγάλους, τόσε σε βαριούνται άμεσα και θανάσιμα. «Τέτοια να της λες και μετά να μην απορείς αν σου βγει αγγελοκρουσμένο», είπε η πεθερά σταυρώνοντας τα πόδια χιαστί, τόσο που το ύφασμα της φούστας ήρθε και τσίτωσε ανησυχητικά. Η αγαπημένη στάση των γυναικών σε αίθουσες αναμονής του ΙΚΑ, σκέφτηκα. Κι όπως το σκέφτηκα έτσι το ξέχασα.
Πεθερά φθινοπώρου. Κουβαλά τα περιττά κιλά που τα βαφτίζει φούσκωμα φρούτων καλοκαιριού. Γιατί, τί άλλο θέλεις το καλοκαίρι εκτός από λίγο καρπούζι, λίγο σταφύλι και τυρί; Αυτή ήταν η σταθερή θερινή της θεωρία. Στην πράξη όμως ξεχνούσε την λέξη «λίγο». Γιατί εκτός από τα σχεδόν τσάμπα φρούτα της λαϊκής, ξεχνούσε και την ύπαρξη ευρύχωρων πιάτων που συντρόφευαν τις μακρόσυρτες βεγγέρες της καταραμένης αυπνίας της. Πιάτα τόσο ευρύχωρα που ήρθε και στρογγύλεψε δίνοντας πια την εντύπωση ότι δεν περπατούσε, αλλά κυλούσε διστακτικά από δωμάτιο σε δωμάτιο.
«Και για ποιό σχολείο της μιλάς; Που μόλις τέλειωσε ο αγιασμός σήκωσε το μπαϊράκι της απεργίας ο Αλέξης και μην τους είδατε τους δασκάλους» πρόσθεσε, αρπάζοντας το τηλεχειριστήριο, αναλαμβάνοντας τον ρόλο αφεντικού τηλεθέασης. Η μικρή, με το ξυλάκι του παγωτού στο στόμα να μπερδεύει ακόμα περισσότερο τα λόγια της, εξέφρασε απορία. «Τι είναι μπαϊράκι μπαμπά;». «Στα τουρκικά σημαίνει σημαία» διαφώτισα εγώ. Κι αυτόματα κατάλαβα ότι είχε φτάσει ο καιρός, που την οθόνη μας θα μονοπωλούσε η μεγαλοπρεπή μουσάρα κάποιου Σουλεϊμάν και το εύθραυστο πηγούνι κάποιας Φατμαγκιούλ.
«Ο Αλέξης είναι ο πιο όμορφος» σημείωσε η μικρή, υπονοώντας πιθανά τον πρώτο δημοτικό της έρωτα, τρέχοντας στο διάδρομο με ελαφρά βήματα μόλις επτά φθινοπώρων. «Ελπίζω να λέει για κανένα συμμαθητή της. Γιατί αν από τώρα είναι ερωτευμένη με τον Τσίπρα, καλά θα κάνεις να πάρεις τα μέτρα σου» προειδοποίησε εκείνη. Αλλά πριν προλάβω να αντιδράσω, άρχισε τα σχόλια για το αποτυχημένο λίφτινγκ της Τατιάνας και τις επαναλήψεις των σήριαλ που της τάραζαν τα νεύρα. Έμεινα κι εγώ ακίνητος, διαβάζοντας το βιβλίο στο οποίο προσπαθούσα ανεπιτυχώς να συγκεντρωθώ. Με κλεφτές ματιές σε διαφημιστικά δελτίων ειδήσεων, θαάμαζα τις απέλπιδες και αποτυχημένες προσπάθειες του πολιτικού συστήματος να απομονώσει τα άκρα του. Σε επαναλαμβανόμενες διαφημίσεις ιδιωτικών σχολών, μεστές νεανικών χαμόγελων επιτυχίας, έπαιρνα την απόφαση ότι αυτό το φθινόπωρο δεν θα το άφηνα να με οδηγήσει σε έναν ακόμα χειμώνα καρμπόν.
«Αργά ή γρήγορα, πίσω απ' αυτήν την πόρτα που σκέπασαν τα χόρτα, μια νέα γενιά θα μεγαλώνει κούκλες» διάβασα, ώστε να ακούσει καθαρά. «Τι είναι τούτο;» αναρωτήθηκε. «Ιαπωνική ποίηση του 17ου αιώνα» την ενημέρωσα. Κι εκείνη ανασηκώθηκε, πρόφερε ένα ξερό «μάλιστα» και κατόπιν στρέφοντας το βλέμμα της αλλού ψιθύρισε: «Άσε τις κούκλες πίσω από τις πόρτες και κοίτα να φας κανένα σύκο. Θα χαλάσουν» είπε και χάθηκε στην κουζίνα.
Ήξερα πως κατά βάθος της άρεσαν τα ποιήματα που διάβαζα. Ήξερα, ότι κάτι τέτοιες στιγμές μπορεί να συμπαθούσε κι εμένα λίγο περισσότερο. Αρκετές φορές παραδεχόταν το πρώτο. Το δεύτερο, θα έμενε πιθανά για πάντα απλό υπονοούμενο. Έξω μία ακόμα νύχτα έπαιρνε θέση. «Κάποτε, κάποτε, τα σύννεφα θέτουν εκτός υπηρεσίας τους ρεμβαστές του φεγγαριού» συνέχισα την ανάγνωση.
«Να αφήσεις το φεγγάρι στην ησυχία του» ακούστηκε εκείνη απ' την κουζίνα. Έκλεισα το βιβλίο και κοίταξα απ' το παράθυρο. Συννεφιά και πανσέληνος. Με μια λέξη, φθινόπωρο!
(Δημοσιεύτηκε στα "Χανιώτικα νέα" - 21/9/2013)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου