Σάββατο 18 Μαρτίου 2017

Η τελευταία διακυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου (1928 – 1932): Οι μεταρρυθμίσεις στην Υγεία και στο Ασφαλιστικό Σύστημα

Αναδημοσιεύουμε από τις "Διαδρομές" των "Χανιώτικων νέων", με αφορμή τα 81 χρόνια από τον θάνατο του Ελευθερίου Βενιζέλου, ένα ενδιαφέρον ιστορικό άρθρο του Γενικού Διευθυντή του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος”, Νικόλαου Εμμ. Παπαδάκη, για τις μεταρρυθμίσεις που είχε υλοποιήσει ο στην Υγεία και το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας.
Γ. ΛΥΒ.

Του ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΕΜΜ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Γενικός Διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος”

Συμπληρώνονται σήμερα 81 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου πολιτικού. Παρά τη χρονική απόσταση που έχει μεσολαβήσει από τότε, ο Ελευθέριος Βενιζέλος παραμένει το κορυφαίο ορόσημο της νεότερης ιστορίας μας και εξακολουθεί να διατηρεί πάντα τη μυθική ακτινοβολία του. Με αφορμή την επέτειο, δημοσιεύουμε αφιέρωμα στις μεταρρυθμίσεις του στην Υγεία και το Ασφαλιστικό Σύστημα, οι οποίες αποτέλεσαν μεγάλη τομή για την εποχή τους.

Μια χώρα στο έλεος θανατηφόρων επιδημιών

Σε μια από τις καλές στιγμές του παλιού ελληνικού κινηματογράφου η Γεωργία Βασιλειάδου υποδύεται τον ρόλο της εμπειρικής γιάτρισσας σε ένα χωριό της επαρχίας, προκαλώντας την οργή του Ορέστη Μακρή, που έβλεπε τους χωρικούς να εμπιστεύονται περισσότερο τα μαγικά φίλτρα της κομπογιαννίτισσας αντιζήλου του παρά τον ίδιο που ήταν πτυχιούχος γιατρός και είχε ασκήσει επί δεκαετίες το λειτούργημα στην Αθήνα. Το φιλμ αποδίδει πιστά την εικόνα μιας οπισθοδρομικής κοινωνίας, αλλά και την ασυδοσία που επικρατούσε στην περίθαλψη και την προστασία της υγείας των πληθυσμών στις αρχές του 20ού αιώνα. Προφανώς δεν μπορούσε να ήταν αλλιώς αφού ο τελευταίος νόμος για στοιχειώδη οργάνωση μιας υγειονομικής πολιτικής είχε ψηφιστεί στις αρχές της Βασιλείας του Oθωνα. Eκτοτε η Yγεία δεν εξαιρέθηκε από την καθολική κρατική παραλυσία. Ευτυχώς την απουσία βασικών νοσηλευτικών υποδομών φρόντισε να αναπληρώσει κάπως η κοινωνική ευεργεσία.
Στην πραγματικότητα το κράτος κάνει αισθητή την παρουσία του μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Βενιζέλο το 1910. Ταυτόχρονα με την ανασυγκρότηση και την πολεμική εξόρμηση του έθνους, δρομολογείται και η σταδιακή υγειονομική αναμόρφωση της χώρας. Με έναν νόμο του 1912 το κράτος bκηρύσσει πόλεμο» κατά των εμπειρικών γιατρών, που ανενόχλητοι ασκούσαν το ιατρικό επάγγελμα ακόμη και στα λιγοστά άθλια δημόσια νοσοκομεία. Στο εξής το ιατρικό λειτούργημα θα μπορούσε να ασκηθεί κάτω από αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις και μόνο από απόφοιτους ιατρικών σχολών. Ο Εθνικός Διχασμός στάθηκε εμπόδιο στην εφαρμογή ενός νόμου του 1914 που προέβλεπε την πλήρη επίβλεψη της δημόσιας υγείας από το κράτος. Όμως το επαναστατικό πνεύμα της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης (1916-1917) δρομολόγησε τις πρώτες σοβαρές αλλαγές της υγειονομικής πολιτικής του Βενιζέλου. Η χώρα απέκτησε επιτέλους υπουργείο Περιθάλψεως, το οποίο συγκέντρωσε όλες τις διάσπαρτες υπηρεσίες υγείας και πρόνοιας, που μέχρι τότε αποτελούσαν τμήμα του υπουργείου Εσωτερικών. Τα πολεμικά γεγονότα της περιόδου δεν στάθηκαν εμπόδιο στο έργο της οργάνωσης της δημόσιας υγείας. Έτσι μέχρι το 1920 ιδρύονται, μεταξύ άλλων, αντιφυματικά ιατρεία σε οκτώ πόλεις, δύο νοσοκομεία αφροδίσιων νοσημάτων, ένα νοσοκομείο λοιμωδών νοσημάτων, τρία σανατόρια και δύο γενικά νοσοκομεία.
Όταν ο Βενιζέλος επανήλθε στην εξουσία το 1928 η φροντίδα για την υγεία είχε κατρακυλήσει σε απελπιστικά χαμηλό επίπεδο.
Η Μικρασιατική Καταστροφή είχε θέσει προτεραιότητες ακόμα και σε βάρος της υγειονομικής πολιτικής του κράτους. Ο Βενιζέλος, σε μια δραματική επιστολή του προς τον διευθυντή του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας Αλμπέρ Τομά, διεκτραγωδούσε τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετώπιζε στην εφαρμογή ενός προγράμματος κοινωνικών μεταρρυθμίσεων και ανασυγκρότησης της υγειονομικής πολιτικής της χώρας. Η Ελλάδα, όπως του υπενθύμιζε, ήταν η πρώτη χώρα στον κόσμο που στάθηκε συνεπής στις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει το 1919-20 αλλά «ἡ κατάστασις τῆς χώρας δέν εἶναι πλέον ἡ ἴδια σήμερα. Τήν εὐημερίαν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης διεδέχθη ἡ τωρινή δυστυχία».
Η Ελλάδα συγκέντρωνε μόνο αρνητικά ρεκόρ: υψηλή βρεφική και παιδική θνησιμότητα και ένα από τα χαμηλότερα προσδόκιμα επιβίωσης στην Ευρώπη, ενώ μια πανδημία λοιμωδών νοσημάτων (τυφοειδής πυρετός, ελονοσία, φυματίωση του αναπνευστικού) απειλούσε με δολοφονικές επιδρομές τους ελληνικούς πληθυσμούς. Η εξυγιαντική πολιτική του κράτους είχε ανάγκη από ριζικές λύσεις και εκ βάθρων επαναπροσδιορισμό των υγειονομικών δομών. Ο Βενιζέλος, στον προεκλογικό του λόγο στη Θεσσαλονίκη, τον Ιούλιο του 1928, δεσμεύτηκε να διαθέσει από τον προϋπολογισμό όσα χρήματα απαιτούνταν για να βελτιώσει το επίπεδο της δημόσιας υγείας και να διασφαλίσει την υγεία του παιδιού και ευρύτερα της κοινωνίας. Φυσικά δεν είχε στον νου του μια απλή καλυτέρευση της ιατρικής περίθαλψης, δομημένης έστω σε ισχυρές επιστημονικές βάσεις. Μια τέτοια μεταρρύθμιση από μόνη της θα κατέληγε να είναι ημίμετρο εάν δεν συνδυαζόταν με ένα συνολικό πρόγραμμα οργάνωσης των υγειονομικών υπηρεσιών, ίδρυσης νέων νοσοκομείων ή βελτίωσης των υπαρχόντων, δημιουργίας ιατρείων, υγειονομικών σταθμών κ.λπ. Αυτά σε σχέση με τον θεραπευτικό τομέα. Διότι τελικά όλη η ελληνική κοινωνία είχε ανάγκη και από εξυγιαντικά προληπτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των ασθενειών που τη θέριζαν: καθαρό νερό με έργα υδροδότησης, καταπολέμηση των εστιών μόλυνσης με έργα αποχέτευσης και αποξήρανσης των ελωδών εκτάσεων· ακόμη μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθησία απέναντι στις ξεχασμένες συνοικίες της πρωτεύουσας, όπου είχε στοιβαχθεί ένας ολόκληρος κόσμος εξαθλιωμένων προσφύγων. Όλα αυτά τα μέτρα, αλλά και άλλα, όπως η προστασία της μητρότητας και του παιδιού, θα συντελούσαν στην άρση κοινωνικών αδικιών και στην ανακούφιση των κατώτερων στρωμάτων της κοινωνίας.
Η ίδρυση του υφυπουργείου Υγιεινής, το οποίο το 1929 αναβαθμίστηκε σε ανεξάρτητο υπουργείο, φανέρωνε τις προθέσεις του πρωθυπουργού για μεγάλες αλλαγές στην υγεία. Άρχιζε ένας πολυμέτωπος και δύσκολος αγώνας, ο οποίος απαιτούσε πολλά χρήματα, οργανωτική εμπειρία, στελέχη με υψηλή κατάρτιση και εξειδικευμένες γνώσεις που η Ελλάδα εκείνη την ώρα δεν διέθετε. Ουσιαστικά, το μοναδικό πλεονέκτημα της χώρας ήταν ο πρωθυπουργός της που, επικεφαλής μιας ισχυρής και σταθερής κυβέρνησης, ενέπνεε εμπιστοσύνη στους ξένους χωρίς τη βοήθεια των οποίων ήταν αδύνατη η ανόρθωση της υγείας. Η Οργάνωση Υγείας της Κοινωνίας των Εθνών (Κ.τ.Ε.) ήταν ο πρώτος διεθνής οργανισμός που ανταποκρίθηκε στην παράκληση της κυβέρνησης για βοήθεια και μια ομάδα ειδικών υγειονομικών ταξίδεψε στην Ελλάδα και διαπίστωσε την άθλια κατάσταση της υγείας και τη μεγάλη ανάγκη για επείγοντα μέτρα. Στην προσπάθειά της η κυβέρνηση πέτυχε τη συμπαράσταση του ιδρύματος Ροκφέλερ, που προσέφερε σημαντική οικονομική και υλικοτεχνική βοήθεια καθώς και υποτροφίες. Από τη συνεργασία αυτή ξεπήδησε το 1929 η Υγειονομική Σχολή Αθηνών (σήμερα Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας), ένας θεσμός με καθοριστικό ρόλο στον εκσυγχρονισμό του υγειονομικού συστήματος της χώρας. Η νέα σχολή, που σε πρώτη φάση απαρτίστηκε από αλλοδαπούς επιστήμονες και είχε πρώτο διευθυντή τον Άγγλο υγιεινολόγο Νόρμαν Γουάιτ, έγινε δεκτή με μια καχύποπτη οπισθοδρομικότητα και αντιμετώπισε σφοδρές αντιδράσεις από την Ιατρική Σχολή και ιατρικούς συλλόγους.
Τα επιτεύγματα του νέου θεσμού θα διαψεύσουν τους αρνητές του: ερευνητικά προγράμματα για τη δημόσια υγεία, μετεκπαιδεύσεις στις ΗΠΑ με υποτροφίες του Ιδρύματος Ροκφέλερ υγιεινολόγων γιατρών, μηχανικών, αδελφών επισκεπτριών και εποπτών υγείας, οργάνωση και διοίκηση των υπηρεσιών υγείας, ανθελονοσιακός αγώνας, ενώ στα μεταγενέστερα χρόνια, μεταξύ άλλων, προστέθηκαν προγράμματα διαχείρισης καταστροφών και υποστήριξης του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ). Το σπέρμα για την ίδρυση Υγειονομικής Σχολής μπορεί να το εντοπίσει κανείς στο θνησιγενές Πανεπιστήμιο της Σμύρνης, όπου μια από τις σχολές του θα είχε ως αποστολή την παραγωγή στελεχών υγείας. Την ίδια περίοδο ιδρύεται το Υγειονομικό Κέντρο Αθηνών και άλλα εφτά ανάλογα κέντρα στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη, στην Άρτα, στην Αλεξανδρούπολη, στα Χανιά, στην Κέρκυρα και στη Χίο. Η Σχολή και τα κέντρα ήταν από τις μεγάλες καινοτομίες της κυβέρνησης Βενιζέλου, αφού για πρώτη φορά από την ίδρυση του ελληνικού κράτους η χώρα αποκτούσε θεσμούς προληπτικής ιατρικής και χάρη στις υποτροφίες του Ιδρύματος Ροκφέλερ ένα υψηλού επιπέδου φυτώριο Ελλήνων ειδικών με καταλυτικό ρόλο στην πρόοδο της δημόσιας υγείας.
Ακολούθησε ένας καταιγισμός μεταρρυθμίσεων, δημιουργίας θεσμών και δομών που συντέλεσαν στην υγειονομική ανασυγκρότηση της χώρας και κατέστησαν τη διακυβέρνηση Βενιζέλου την αποδοτικότερη περίοδο για τη δημόσια υγεία. Σε ολόκληρη την επικράτεια συγκροτήθηκαν υγειονομικές υπηρεσίες νευραλγικής σημασίας όπως η Σχολή Νοσοκόμων Επισκεπτριών, ιδρύθηκαν αντιλυσσικοί σταθμοί σε πέντε πόλεις, οργανώθηκε ο αγώνας κατά της ελονοσίας και της φυματίωσης, με διασπορά νέων σανατορίων σε συνδυασμό με την αναδιοργάνωση του θεραπευτηρίου «Σωτηρία». Ακόμα σε διάφορες πόλεις ιδρύθηκαν αντιαφροδισιακά ιατρεία, που συμπληρώνονταν από κινητές μονάδες καταπολέμησης της κληρονομικής σύφιλης και του τραχώματος. Έργο της ίδιας περιόδου είναι το Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού καθώς και το Μαιευτήριο «Μαρίκα Ηλιάδη», που κτίστηκε και εξοπλίστηκε με δαπάνες της Έλενας Βενιζέλου και σύντομα χαρακτηριζόταν ως το καλύτερο μαιευτήριο των Βαλκανίων. Σήμερα λειτουργεί ως Περιφερειακό Γενικό Νοσοκομείο-Μαιευτήριο και φέρει το όνομά της. Ακόμα η Ιατροδικαστική Υπηρεσία, το Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ, το Πατριωτικό Ίδρυμα Κοινωνικής Προνοίας και Αντιλήψεως (Π.Ι.Κ.Π.Α.) και δεκάδες άλλες υγειονομικές υπηρεσίες, ακόμα και το Ταμείο Συντάξεως Υγειονομικών, οι ιατρικοί και οι φαρμακευτικοί σύλλογοι ανάγονται στην ίδια εποχή. Η φροντίδα του κράτους απλώνεται και στην προστασία της μητρότητας, ενώ σε συνεργασία με το Π.Ι.Κ.Π.Α. δημιουργούνται βρεφικοί σταθμοί, παιδικά άσυλα, συσσίτια και εξοχές, καθώς και εξειδικευμένα νοσοκομεία για παιδιά.
Στο μεταξύ ο παρεμβατικός ρόλος του κράτους στη δημόσια υγεία γίνεται ολοένα και πιο έντονος. Τα αγροτικά ιατρεία, που θεσπίστηκαν από την επανάσταση του 1922 και πέτυχαν να κρατήσουν στη ζωή χιλιάδες πρόσφυγες, κρατικοποιούνται, οι γιατροί διπλασιάζονται για να μειωθεί εν συνεχεία απελπιστικά ο αριθμός τους μετά την πτώση της κυβέρνησης Βενιζέλου. Την ίδια τύχη είχε ο θεσμός των δημοτικών και κοινοτικών γιατρών. Το 1928 υπηρετούσαν 468 για να διπλασιαστούν μέσα σε τρία χρόνια και να φθάσουν τους 957 το 1931. Μετά το 1932 περιορίστηκαν σε ελάχιστους. Δεν είχαν περάσει παρά λίγα χρόνια από τότε που η Θεσσαλονίκη διέθετε μόλις 100 κλίνες. Το 1928, σε ολόκληρη την επικράτεια, υπήρχαν 9.782 κλίνες, που λίγο μετά την πτώση του Βενιζέλου έφθαναν τις 13.063 (ποσοστιαία αύξηση 33,5%). Οι στατιστικές είναι αψευδείς μάρτυρες μιας καθολικής οπισθοδρόμησης σε όλους τους τομείς της δημόσιας υγείας μετά την αποχώρηση Βενιζέλου από την ενεργό πολιτική. Το υπουργείο Υγιεινής καταργείται και οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις εγκαταλείπονται ή καταδικάζονται σε απαξίωση.

Η χαμένη ευκαιρία της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης

Η απόπειρα του Βενιζέλου για ριζική αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος στηρίχθηκε και πάλι στους ξένους. Το ίδιο το νομοσχέδιο ίδρυσης του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ) καταρτίστηκε στη Γενεύη και στην Πράγα τον Μάιο του 1932 και η μελέτη βιωσιμότητας εκπονήθηκε από τον διευθυντή κοινωνικών ασφαλίσεων της Τσεχοσλοβακίας. Ο νόμος που ψηφίστηκε τον Αύγουστο του ίδιου έτους 1932, έναν μήνα δηλαδή πριν από τις βουλευτικές εκλογές, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων και συνάσπισε εναντίον του εργοδότες, γιατρούς και κλαδικά ταμεία. Οι εργοδότες, αντίθετοι σε οποιαδήποτε μορφή κράτους πρόνοιας, απαιτούσαν όχι μόνο να μη δημιουργηθεί νέο ασφαλιστικό ταμείο, αλλά και να καταργηθούν όσα υπήρχαν. Οι ιατρικοί και φαρμακευτικοί σύλλογοι πολέμησαν την ασφάλιση υγείας χωρίς σοβαρά επιχειρήματα: ευνοούσε, έλεγαν τις «κοπάνες» των εργαζομένων από τη δουλειά τους· δεν άφηνε ελευθερία στην επιλογή γιατρού από τον ασθενή· οδηγούσε σε σωματικό και ψυχικό μαρασμό τους ασθενείς. Τα κλαδικά ταμεία πανικοβλήθηκαν με την ιδέα της συγχώνευσής τους με το ΙΚΑ και αντιστάθηκαν με πάθος κατά του νομοσχεδίου παρά το γεγονός ότι τα περισσότερα από αυτά δεν ήταν βιώσιμα. Ορισμένες αλλαγές που επιχείρησε η κυβέρνηση δεν έπεισαν τους συνδικαλιστές, που έβλεπαν ότι κάποιες από τις διατάξεις του νόμου, σε μεταγενέστερο χρόνο, θα καθιστούσαν αναπόφευκτη τη συγχώνευσή τους με το ΙΚΑ.
Μετά την εκλογική ήττα των Φιλελευθέρων, τον Μάρτιο του 1933, η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος καρατόμησε τον νόμο του Βενιζέλου υποκύπτοντας στις απαιτήσεις εργοδοτών, γιατρών και κλαδικών ταμείων. Με τον δεύτερο νόμο έμειναν ακάλυπτες ασφαλιστικά πολλές κατηγορίες εργαζομένων, καθώς και εκείνοι που δεν εργάζονταν στις μεγάλες πόλεις. Η διστακτικότητα της κυβέρνησης Τσαλδάρη και οι ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν στάθηκαν εμπόδιο στην εφαρμογή του νέου νόμου μέχρις ότου η δικτατορία Μεταξά έθεσε σε λειτουργία το ΙΚΑ τον Δεκέμβριο του 1937. Το δικτατορικό καθεστώς, αντιγράφοντας τις προπαγανδιστικές μεθόδους του Γκέμπελς, δεν δίστασε να εμφανίσει τον νέο ασφαλιστικό οργανισμό σαν δώρο του Μεταξά προς τον ελληνικό λαό, μολονότι ο ίδιος είχε στηρίξει την απόφαση της κυβέρνησης Τσαλδάρη να καταργήσει τον νόμο του Βενιζέλου. Δυστυχώς, για τους απολογητές του Μεταξά η πραγματικότητα είναι ότι η υπονόμευση του ΙΚΑ ξεκινά ταυτόχρονα με τη λειτουργία του. Ήδη από τον πρώτο χρόνο υποχρεώθηκε να εκχωρήσει προς το κράτος, υπό μορφή αναγκαστικού δανείου, το σύνολο σχεδόν των εισφορών που είχε εκταμιεύσει, ύψους 500 εκατομμυρίων δραχμών, ποσό τεράστιο για την εποχή εκείνη. Τα χρήματα ήταν… δανεικά και αγύριστα αφού ποτέ δεν επεστράφησαν στο ΙΚΑ. Εξίσου σοβαρό πλήγμα δέχθηκε ο νέος ασφαλιστικός οργανισμός από τον αναγκαστικό νόμο του 1939, με τον οποίο το 60% των ασφαλιστικών αποθεμάτων του ΙΚΑ επενδύθηκε σε κρατικά ομόλογα, τα οποία στη διαδρομή του χρόνου εξαϋλώθηκαν.
Οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις είχαν ξεκινήσει ήδη από τις πρώτες κυβερνήσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου της περιόδου 1910-1915. Οι διατάξεις που διασφάλιζαν την υγεία, τη ζωή, την υγιεινή, την ασφάλεια, το ωράριο εργασίας, τις αποζημιώσεις από εργατικά ατυχήματα, ανήκουν στην περίοδο εκείνη. Το 1932 τόλμησε, έναν μήνα προ των εκλογών, να συγκρουστεί με τα οργανωμένα συμφέροντα, τον λαϊκισμό του Τσαλδάρη και του Μεταξά και να ψηφίσει τον νόμο για την ίδρυση του ΙΚΑ που ασφαλώς συνετέλεσε στην εκλογική του ήττα. Μετά από τόσες δεκαετίες μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι τότε χάθηκε μια μοναδική ευκαιρία να αποκτήσει η χώρα ένα σύγχρονο και βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα. Σύστημα που είχε μάλιστα την ενθουσιώδη έμπρακτη υποστήριξη του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας. Σε κάθε περίπτωση ο νόμος Βενιζέλου, έστω και ακρωτηριασμένος, ήταν αυτός που οδήγησε στην ίδρυση του ΙΚΑ· διότι είναι πολύ αμφίβολο εάν στις προθέσεις των αντιπάλων του, που τον διαδέχθηκαν στην εξουσία, ήταν η δημιουργία ενός τέτοιου οργανισμού.

Σημείωση: Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα της βιογραφίας του Ελευθερίου Βενιζέλου, που πρόκειται να κυκλοφορήσει τους επόμενους μήνες από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» σε συνεργασία με κορυφαίο εκδοτικό οίκο της Αθήνας.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
-”Δημόσια υγεία και κοινωνική πολιτική. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η εποχή του”, έκδοση Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» – Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας, Αθήνα 2008
-δρ. Εμμανουήλ Μ. Παπαδάκης, ιατρός “Η κοινωνική πολιτική των κυβερνήσεων του Ελευθερίου Βενιζέλου”, Χανιώτικα νέα, 16 Μαΐου 2009.
– Αντώνης Λιάκος «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και το Διεθνές Γραφείο Εργασίας» στον συλλογικό τόμο «Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός», Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1988
-Γιάννης Γονατίδης «Η πολιτική για την Υγεία και το κράτος Πρόνοιας την εποχή των κυβερνήσεων Ελευθερίου Βενιζέλου». Ιστορία Εικονογραφημένη, Φεβρουάριος 2011
(Χανιώτικα νέα - Διαδρομές - 18/3/2017)
Link: http://www.haniotika-nea.gr/pos-allaxe-tin-igia-to-asfalistiko-sistima-tis-choras/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου